ῥᾳθύμως

ῥαιϐοειδής

ῥαιϐόκρανος
ῥαιϐο·ειδής, ής, ές, qui a l’air tortu, Hpc. Art. 810, Mochl. 842.
Étym. ῥαιϐός, εἶδος.