ῥακτός

ῥακώδης

Ῥακώκης
ῥακώδης, ης, ες []
1 déguenillé, DC. 65, 20 ||
2 ridé, Anth. 5, 21 ; Gal. 11, 132.
Étym. ῥάκος, -ωδης.