Ῥαῦκος

ῥαφανέλαιον

ῥαφάνη
ῥαφαν·έλαιον, ου (τὸ) [ᾰᾰ] huile de raifort, Diosc. 1, 45 titre.
Étym. ῥάφανος, ἔλαιον.