ῥαφανηδόν

ῥαφανίδιον

ῥαφανιδόω-ῶ
ῥαφανίδιον, ου (τὸ) [ᾰᾰῑδ] petite rave, Plat. com. 2-2, 671 Mein.
Étym. dim. de ῥαφανίς.