ῥαφανιδόω-ῶ

ῥαφανιδώδης

ῥαφανίδωσις
ῥαφανιδώδης, ης, ες [ᾰᾰῑ] semblable à une rave, Th. H.P. 7, 6, 2.
Étym. ῥαφανίς, -ωδης.