ῥαπισμός

ῥαπτικός

ῥαπτός
ῥαπτικός, ή, όν, de tailleur : ἡ ῥαπτική (s. e. τέχνη) Chrys. 9, 790 e Migne, l’art du tailleur.
Étym. ῥάπτω.