ῥῖψις

ῥιψοκινδυνευσία

ῥιψοκινδυνέω-ῶ
ῥιψοκινδυνευσία, ας () [] témérité, Ptol. Tetr. p. 182, 15.
Étym. ῥιψοκίνδυνος.