ῥοδοειδής

ῥοδόεις

Ῥοδόη
ῥοδόεις, όεσσα, όεν :
1 de rose, Il. 23, 186 ; Eur. I.A. 1298 ; fig. Anth. 5, 81 ||
2 teint en rose, Anth. 6, 250.
Étym. ῥόδον.