Ῥόδος

ῥοδοσάκχαρ

ῥοδόσταγμα
ῥοδο·σάκχαρ, αρος (τὸ) [ᾰρ] sucre de rose, Gal. 14, 554.
Étym. ῥόδον, σάκχαρ.