ῥοϊδάριον

ῥοΐδιον

ῥοιζαῖος
ῥοΐδιον, att. ῥοίδιον, ου (τὸ) petite grenade, Mén. 4, 112 Meineke ; DS. 4, 35.
Étym. ῥοά.