Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ῥυπαροκέραμος
ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαρο·μέλας,
αινα, αν,
gén.
ανος,
αίνης,
ανος
[
ῠᾰᾱς,
ᾰν
] d’un noir sale,
A. mynd.
(
Ath.
395
d
).