ῥυπαροκέραμος

ῥυπαρομέλας

ῥυπαρός
ῥυπαρο·μέλας, αινα, αν, gén. ανος, αίνης, ανος [ῠᾰᾱς, ᾰν] d’un noir sale, A. mynd. (Ath. 395d).