ῥύσιος

ῥυσίπολις

ῥυσίπονος
ῥυσί·πολις, εως (ὁ, ) [ῡσῐ ] protecteur de la cité, Eschl. Sept. 130 ; Poèt. (Hld. 3, 2).
Étym. ῥύομαι, πόλις.