Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ῥήσειος τόπος
ῥησικοπέω-ῶ
ῥησιμετρέω-ῶ
ῥησι·κοπέω-ῶ
[
ῐ
] haranguer le peuple,
Pol.
Exc.
p. 396
.
Étym.
ῥῆσις,
κόπτω
.