ῥητορικῶς

ῥητορομάστιξ

ῥητορόμυκτος
ῥητορο·μάστιξ, ιγος () [ῑγ] fléau des orateurs ou des rhéteurs, DL. 2, 64.
Étym. ῥήτωρ, μάστιξ.