Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σαϐακαὶ σαλμακίδες
σαϐακός
Σαϐάκτης
σαϐακός,
ή, όν
[
ᾰᾰ
] qui a qqe organe atteint,
Hpc.
461, 7 ;
cf.
ῥηγματίας
.