σαγαπηνίζω

σαγάπηνον

σαγάπηνος ὀπός
σαγάπηνον, ου (τὸ) [ᾰᾰ]
1 assa fœtida, sorte de férule, Gal. 13, 226 ||
2 suc de cette plante, Diosc. 3, 85 et 95.