Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Σαννυρίων
σαντάλινος
σάνταλον
σαντάλινος,
η, ον
[
τᾰ
] de santal,
M. rubr.
p. 20,
conj.
p.
σαγάλινος
.
Étym.
σάνταλον
.