σαφηνέως

σαφηνής

σαφηνίζω
σαφηνής, ής, ές [] c. σαφής, Eschl. Pers. 634, 738 ; Soph. Tr. 892 ||
E Dor. σαφανής [ᾰᾱ] Pd. O. 10, 67.