σαφηνιστικός

σαφηνῶς

σαφής
σαφηνῶς [] adv. c. σαφῶς, Thgn. 957 ; Eschl. Pr. 781 ||
E Ion. σαφηνέως, Hdt. 1, 140 ; 3, 122 ; 6, 82.
Étym. σαφηνής.