σαπύλλω

σαπφείρινος

σάπφειρος
σαπφείρινος, η, ον [] de lapis-lazuli, Arstt. Plant. 2, 9, 8 ; Philstr. V. Ap. 1, 25 ||
E Fém. -ος, Ps.-Callist. 1, 4.
Étym. σάπφειρος.