σάραπος

σαράπους

Σαράπτιος
σαρά·πους, -ποδος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰ]
1 qui a les pieds trop larges, Alc. (DL. 1, 81) ||
2 qui a les doigts des pieds trop écartés, Gal. Lex. Hipp. 19, 136.
Étym. σαίρω, πούς.