Σαρδανάπαλος

σαρδάνιος

Σάρδεις
σαρδάνιος, α, ον [δᾰ], sardonique, c. à d. grimaçant, convulsif, Plat. Rsp. 337a ; σαρδάνιον γελᾶν, Anth. 5, 179, etc. ; ou μειδιᾶν, Od. 20, 302, avoir un rire ou sourire sardonique (cf. Σαρδόνιος 1).