Σαρδόνιος

σαρδόνυξ

σαρδώ
σαρδ·όνυξ, υχος () [ῠχ] sardoine, pierre précieuse, Philém. (Com. fr. 4, 66); Plut. M. 1160f, etc. ; Jos. A.J. 3, 7, 5 ; Anth. 1, 116, etc.
Étym. σάρδιον, ὄνυξ.