σαρκοϐλαστάνω

σαρκοϐόρος

σαρκοϐρώς
σαρκο·ϐόρος, ος, ον, qui mange de la chair, carnivore, Phil. 2, 238 ; Plut. M. 971c ; Man. 5, 193.
Étym. σάρξ, βιϐρώσκω.