σαρκοδακής

σαρκοειδής

σαρκόθλασις
σαρκο·ειδής, ής, ές [] qui ressemble à de la chair, Plat. Tim. 75e ; Arstt. H.A. 1, 16, 16 ||
Cp. -έστερος, Arét. p. 19, 22.
Étym. σ. εἶδος.