σαρκοκύων

σαρκολαϐίς

σαρκολάϐος
σαρκο·λαϐίς, ίδος () [ᾰῐδ] pince pour saisir les chairs, instrument de chirurgien, Diosc. 3, 94.
Étym. σ. λαμϐάνω.