Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σαρκολάτρης
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκο·λιπής,
ής, ές
[
ῐ
] décharné,
Anth.
7, 383
.
Étym.
σ. λείπω
.