Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοπέδη
σαρκο·παγής,
ής, ές
[
πᾰ
] fait d’une chair pétrifiée,
A. Pl.
134
.
Étym.
σ. πήγνυμι
.