σαρκοφορέω-ῶ

σαρκοφόρος

σαρκοφυέω-ῶ
σαρκο·φόρος, ος, ον, revêtu de chair, incarné, Clém. 665 ; Sib. 8, 222.
Étym. σάρξ, φέρω.