Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σαρκοποιέω-ῶ
σαρκοποιΐα
σαρκοποιός
σαρκοποιΐα,
ας
(
ἡ
) formation de chair,
Porph.
Antr. nymph.
14, p. 14
.
Étym.
σαρκοποιός
.