Σατύριος

σατυρίσκος

σατυρισμός
σατυρίσκος, ου () [ᾰῠ]
1 petit satyre, Mosch. 6, 4 ; Callix. (Ath. 200d); A. Pl. 244 ; Thcr. Idyl. 4, 62 ; 27, 3 et 47 ||
2 autre n. de la plante ὄρχις Σατύρου, Diosc. 3, 144.
Étym. σάτυρος.