σχασμός

σχαστηρία

σχαστήριον
σχαστηρία, ας ()
1 corde servant de barrière pour les courses du stade (cf. ὕσπληγξ) Gal. 12, 338a ||
2 corde de poulie, Arstt. Mund. 6, 12 ; Pol. 8, 7, 10 ; 8, 8, 3.
Étym. σχάζω.