σχοινιόστροφον

σχοινίς

Σχοινίς
σχοινίς, ίδος [ῐδ] adj. f. de jonc, Nic. Al. 546.
Étym. σχοῖνος.
σχοινίς, ῖδος () [ῑδ] corde de jonc, Thcr. Idyl. 23, 51.
Étym. σχοῖνος.