σχοινῖτις

σχοινίων

Σχοινίων
σχοινίων, ωνος ()
1 c. σχοινίλος, Arstt. H.A. 9, 1, 27 ||
2 sorte de mélodie langoureuse sur la flûte, Plut. M. 1132c, 1133a.
Étym. σχοῖνος.