Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σχοινοϐατία
σχοινοδρομία
σχοινοειδής
σχοινο·δρομία,
ion.
σχοινο·δρομίη,
ης
(
ἡ
) course
ou
danse sur la corde,
Hpc.
366, 55
dout.
Étym.
σχοῖνος, δρόμος
.