σχοινοπλοκικός

σχοινοπλόκος

σχοῖνος
σχοινο·πλόκος, ος, ον, qui tresse du jonc ; subst. cordier, Hpc. 1120c ; Plut. M. 473c.
Étym. σχοῖνος, πλέκω.