σχολαστήριον

σχολαστής

σχολαστικός
σχολαστής, οῦ () oisif, désœuvré, Plut. Brut. 3 ; M. 57c ; Antipat. (Stob. Fl. 67, 25, p. 419) ; Spt. Ex. 5, 17 ; adj. : σχ. βίος, Plut. Cic. 3, M. 135b, vie oisive.
Étym. σχολάζω.