σχολικῶς

σχόλιον

σχόμενος
σχόλιον, ου (τὸ) explication, commentaire, scholie, Cic. Att. 16, 7, 3 ; Arr. Epict. 3, 21, 6 ; Luc. V. auct. 23.
Étym. σχολή.