σχηματισμός

σχηματογραφέω-ῶ

σχηματογραφία
σχηματο·γραφέω-ῶ [ᾰᾰ] tracer une figure, dessiner, Nicom. Arithm. 2, 8 ; Athénée méc. 39, 7.
Étym. σχῆμα, γράφω.