σεῖσμα

σεισματίας

σεισμοποιός
σεισματίας, ου [ᾰᾱ] adj. m. :
1 qui cause un tremblement de terre, DL. 7, 154 ||
2 produit par un tremblement de terre, Plut. Cim. 16.
Étym. σεῖσμα.