σεισμοποιός

σεισμός

σεισμώδης
σεισμός, οῦ () ébranlement, commotion, Plat. Phil. 33e, Leg. 790e, etc. ; σ. γῆς, Eur. H.f. 862 ; Thc. 3, 87 ; σ. χθονός, Eur. I.T. 1166 ; ou simpl. σεισμός, Hdt. 4, 28, etc. ; Thc. 1, 23 ; Soph. O.C. 95 ; Ar. Eccl. 791, etc. tremblement de terre.
Étym. σείω.