Σέλαγος

σελαενονεοάεια

σελαηγενέτης
σελα·ενο·νεο·άεια, ας () mot forgé par Plat. Crat. 409b pour expliquer σελαναία.
Étym. σέλας, *ἐνός, νέος, ἀεί.