Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σελινίτης οἶνος
σελινῖτις
σελινοειδής
σελινῖτις,
ιδος
(
ἡ
) [
ῑῑῐδ
]
autre n. de la plante
χαμαίκισσος,
Diosc.
4, 126
.
Étym.
c. le préc.