σεληνῖτις

σεληνόγονον

σεληνοειδής
σεληνό·γονον, ου (τὸ) ou σεληνόγονος, ου () pivoine, plante, Diosc. 3, 147 ; v. σελήνιον.
Étym. σελήνη, γίγνομαι.