σεληνορύτιον

σεληνοτρόπιον

σεληνόφως
σεληνο·τρόπιον, ου (τὸ) plante qu’on croyait se tourner vers la lune, Procl. Sacr. ; cf. ἡλιοτρόπιον.
Étym. σελήνη, -τροπος de τρέπω.