σεμνολογέω-ῶ

σεμνολόγημα

σεμνολογία
σεμνολόγημα, ατος (τὸ)
1 sujet d’orgueil, DC. 50, 27 ||
2 orgueil, Sext. P. 3, 201.
Étym. σεμνολογέω.