σεμνομυθεύω

σεμνομυθέω-ῶ

σεμνομυθία
σεμνο·μυθέω-ῶ [] c. σεμνολογέω, Eur. Hipp. 490, Andr. 234 ||
Moy. m. sign. Phil. 1, 233.
Étym. σεμνός, μῦθος.