σεμνόν

σεμνοπαράσιτος

σεμνοποιέω-ῶ
σεμνο·παράσιτος, ου () [ᾰᾰῑ] parasite à air respectable, Alex. (Com. fr. 3, 434).
Étym. σεμνός, παράσιτος.