σεμνεῖον

σεμνηγορέω-ῶ

σεμνηγορία
σεμνηγορέω-ῶ, c. σεμνολογέω, Phil. 1, 405 ; 2, 154, 164 ; Hld. 9, 9.
Étym. σεμνηγόρος.