Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Σερίφιος
σέριφος
Σέριφος
σέριφος,
ου
(
ὁ
)
γραῦς σέριφος,
Zénob.
1, 56,
vieille fille ;
cf.
σερίφη
.
σέριφος,
ου
(
ἡ
) [
ῑ
]
c.
σερίφιον,
Diosc.
3, 27
.